Σχεδόν 24 ώρες πριν, το απόγευμα της Τετάρτης, 5 Μαΐου, καθόμουν στον ίδιο καναπέ όπου γράφω και τώρα αυτές τις γραμμές… Βρισκόμουν στα μισά μιας πολύ παράξενης στην αίσθησή της μέρας. Χωρίς μέχρι εκείνη τη στιγμή να έχει συμβεί κάτι δραματικό, ένιωθα έναν περίεργο κόμπο στο λαιμό. Και είμαι άνθρωπος που κάθε άλλο παρά έχει ιδιαίτερα αναπτυγμένη διαίσθηση… Λίγα λεπτά μετά, μια ειδοποίηση για έκτακτη επικαιρότητα από την εφημερίδα Le Monde στο κινητό μου θα ήταν η πρώτη εξήγηση γι’ αυτόν τον επίμονο κόμπο στο στομάχι…
Τετάρτη, 5 Μαΐου 2010, 8:30 π.μ.
Ξύπνησα μια ώρα πιο αργά από το σύνηθες για καθημερινή. Η 24ωρη απεργία που περιλάμβανε και τα μέσα μαζικής μεταφοράς ήταν μια καλή δικαιολογία για λίγο ύπνο παραπάνω στα μισά μιας έτσι κι αλλιώς κουραστικής εβδομάδας. Συνήθως το πρωί ξεκινάω (προσπαθώ τουλάχιστον…) με κέφια τη μέρα. Λίγη μουσική, λίγο παιχνίδισμα με τις γραβάτες μέχρι να διαλέξω τη ‘στολή της ημέρας’, πράγματα ελαφρά, εν πολλοίς επιφανειακά αλλά πάντα με μια κεφάτη διάθεση. Όχι σήμερα… Αυτό ήταν ένα από τα ελάχιστα πρωινά μέχρι σήμερα στη ζωή μου που ξύπνησα μουδιασμένος, ανήσυχος, σχεδόν θλιμμένος. Χωρίς κάτι συγκεκριμένο να με απασχολεί ή κάποιο φόβο να με ταράζει.
Τετάρτη, 5 Μαΐου 2010, 12:00 π.μ.
Η μέρα προχωράει με μια πρωτοφανή ηρεμία στη δουλειά. Ασυνήθιστη για τα δεδομένα του χώρου στον οποίο εργάζομαι. Σκέφτομαι ότι η αποχή που είχε κηρύξει και το δικό μας συνδικαλιστικό όργανο, των δικηγόρων, ήταν η προφανής κι επικρατέστερη εξήγηση γι’ αυτή την ακινησία. Ήξερα πως ήταν προγραμματισμένες πορείες και συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κι αυτό ίσως αποθάρρυνε ακόμα περισσότερους που σκόπευαν να κατέβουν στο κέντρο της πόλης για κάποιες δουλειές. Απ’ την άλλη, με είχε ξενίσει ότι το πρωί πολλά καταστήματα ήταν και παρέμειναν κλειστά στο κέντρο της πόλης, σε μια, κατά τ’ άλλα, εργάσιμη ημέρα… Η εικόνα της πόλης μού θύμισε το Δεκέμβρη του 2008, τότε που για πρώτη φορά είδα την πόλη μου να έχει μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Έδιωχνα, όσο μπορούσα, τους παραλληλισμούς αυτούς απ’ το μυαλό μου. Δε μπόρεσα όμως στιγμή να τους διαγράψω παντελώς.
Τετάρτη, 5 Μαΐου 2010, 16:00 μ.μ.
Έχω γυρίσει για λίγες ώρες το μεσημέρι στο σπίτι και χαζεύω στο laptop. Προσπαθώ να διαβάσω βασικά πράγματα για την επικαιρότητα της μέρας. Απευθύνομαι σε ξένα μέσα καθώς όλες οι ελληνικές ιστοσελίδες έχουν μείνει στις εξελίξεις πριν την έναρξη της περιβόητης απεργίας. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ένας καλός φίλος από τα χρόνια του Βελγίου (στο οποίο έζησα σχεδόν 3 συναρπαστικά και πολύ διδακτικά για μένα χρόνια) μου στέλνει ένα mail με θέσεις εργασίας στις Βρυξέλλες και την προτροπή: ‘μήπως είναι καιρός να γυρίσεις; Να γλιτώσεις κι απ’ όλα αυτά τα ακραία που βλέπω να γίνονται στη χώρα σου..;’
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έρχεται η ειδοποίηση για τα 3 θύματα στην Αθήνα. Όχι από την ελληνική τηλεόραση ή κάποιο ελληνικό μέσο. Από τη γαλλική Le Monde! Η Ελλάδα ακόμα είχε στους δέκτες της κωμικές σειρές στη 1000η τους επανάληψη, το ‘Κους-Κους’ σε κονσέρβα κι άλλα τέτοια απεργιακά… Αρκετή ώρα μετά, κι αφού είχα μάθει όλες τις ουσιαστικές λεπτομέρειες από ξένα δορυφορικά κανάλια και sites, άρχισε ο τραγέλαφος της ελληνικής τηλεόρασης, που, αφού ξύπνησε απότομα από το λήθαργο της απεργίας τη μέρα που η χώρα βίωνε μια από τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας της, αναφερόταν συνοπτικά στα συμβάντα και βιαζόταν να περάσει σε μοιρολόγια, απόδοση ευθυνών, λογύδρια πολιτικών κι άλλα εμετικά. Έφυγα από το σπίτι, περίπου στις 18:15 για να επιστρέψω στο γραφείο, στο κέντρο. Η πρώτη εικόνα κατεβαίνοντας από το λεωφορείο ήταν ένα δακρυγόνο να σκάει στα 10 μέτρα από το σημείο που βρισκόμουν. Κι εγώ να κλαίω… Εξαιτίας του καπνού. Αλλά ίσως και γιατί το είχα ανάγκη…
Τετάρτη, 5 Μαΐου 2010, 19:00 μ.μ.
Όταν όλος ο κόσμος είχε στραμμένα τα μάτια τους σε μας, ένιωθα πολύ αγανακτισμένος με όλους μας που μεταφέραμε πληροφορίες και σχόλια για όσα συνέβαιναν μέσω twitter σε άπταιστα ελληνικά και μόνο… Σαν αρρωστημένη ομφαλοσκόπηση, σα μηρυκασμός μου φάνηκε να διαβάζω όσα γράφαμε οι Έλληνες χρήστες χτες στα social media! Γι’ αυτό τα είχα παρατήσει όλα, twitter, Facebook και προσπαθούσα να δουλέψω. Στο μυαλό μου βέβαια κυριαρχούσαν οι φρικτές εικόνες της τράπεζας και των νεκρών στην Αθήνα. Μακρινές αλλά τόσο δυνατές, σα να διαδραματίζονταν δίπλα μου…
Και τότε, σε ένα μηχανικό refresh στα προσωπικά μηνύματα του twitter είδα μια πρόσκληση από ένα δημοσιογράφο καναδικού τηλεοπτικού δικτύου να του παραχωρήσω μια συνέντευξη για όσα διαδραματίστηκαν πριν λίγες ώρες στη Σταδίου… Απάντησα καταφατικά με αρκετό δισταγμό, συμβουλεύτηκα και μια καλή φίλη και παλιά δημοσιογραφική καραβάνα για το αν και τι έπρεπε να δώσω από προσωπικές πληροφορίες για να αποφύγω άσκοπα παρατράγουδα. Περίπου μισή ώρα μετά, μιλούσα με τον άνθρωπο αυτό στο τηλέφωνο, μου ζητούσε να του δώσω την άποψή μου σε ζωντανή συνέντευξη στο δελτίο του καναλιού του και μου είπε δύο πράγματα που ήταν ίσως από τις πιο εύστοχες παρατηρήσεις που έχω ακούσει για μας τους Νεοέλληνες: «…ζοριστήκαμε πολύ να βρούμε Έλληνες πολίτες να μας μιλήσουν… Είναι φοβερό αλλά οι 9 στους 10 από σας, ενώ χρησιμοποιείτε social media, το κάνετε αποκλειστικά στα ελληνικά, σα να έχετε μυστικά που εμείς οι ξένοι δε θέλετε να μάθουμε. Κι ακόμα, άλλους 2 χρήστες του twitter που πήγαμε να πλησιάσουμε για να μας μιλήσουν, όταν τους εξηγήσαμε τι θέλαμε, μας ανταπέδωσαν φωνές και βρισιές επειδή θέλαμε δήθεν να αμαυρώσουμε την εικόνα της χώρας σας, ενώ μοναδικός σκοπός δικός μας ήταν να καταγράψουμε την επικαιρότητα και μαζί, τις γνώμες ανθρώπων που ζουν την όλη κατάσταση από κοντά…»
Δε μπορώ να πω πως σοκαρίστηκα με τις παρατηρήσεις του. Συμφώνησα να μιλήσω στο δελτίο, ήταν εξάλλου τόσο ευγενής στην προσέγγισή του που δεν είχα λόγο να αρνηθώ, κι έφυγα από το γραφείο ανανεώνοντας το ραντεβού μαζί του για μία ώρα μετά περίπου, αυτή τη φορά από το σπίτι μου μέσω Skype.
Στη διαδρομή με το λεωφορείο έλαβα το ακόλουθο e-mail:
‘My apologies Xenofon, but I just noticed you’re in Macedonia. At this point, we’re looking to talk to people in Greece who will be affected by the IMF measures. Sorry about the confusion. But thanks for your help all the same.’
Εξήγησα με μια σύντομη απάντηση ότι έκανε λάθος κι ότι όντως ζω στην Ελλάδα. Φυσικά δεν ήταν απαραίτητο να γίνει η συνέντευξη αλλά δεν ήθελα να μείνει και με τη λάθος εντύπωση ότι τόση ώρα προσπαθούσα να εξασφαλίσω μια συνέντευξη χωρίς να βρίσκομαι στη χώρα από την οποία τον ενδιέφερε να έχει απόψεις των κατοίκων… Κυρίως για να μη θεωρήσει ότι προσπάθησα να τον εξαπατήσω. Το σοβινιστικό της όλης εξέλιξης ποσώς με απασχολεί, αν με ρωτάς… Η απάντηση ήταν το άλλο δυνατό καμπανάκι της χθεσινής μέρας
‘Έκανα μια μικρή έρευνα και οφείλω να ζητήσω συγνώμη. Ζεις όντως στην Ελλάδα και θα μ’ ενδιέφερε, αφού σου ζητήσω συγνώμη και πάλι, να κάνουμε κανονικά τη συνέντευξη… Έπεσα κι εγώ θύμα μιας από αυτές τις λανθασμένες φήμες που έχετε αφήσει να κυκλοφορούν και να διογκώνονται ανεξέλεγκτα χρόνια τώρα για τη χώρα σας!’
Πέμπτη, 6 Μαΐου 2010, 3:00 π.μ.
Η συνέντευξη στο καναδέζικο δίκτυο έχει τελειώσει εδώ και λίγη ώρα κι εγώ είμαι στο κρεβάτι μου, σχεδόν κοιμάμαι και για πρώτη φορά έχω την ευκαιρία ν’ αναλογιστώ όσα συνέβησαν μέσα στη μέρα που πέρασε. Είμαι πολύ βολεμένος γενικά για να δηλώσω επαναστάτης ή ο,τιδήποτε τέτοιο, με την παραδοσιακή έννοια του όρου τουλάχιστον. Κι όμως, μέσα σε λιγότερες από 24 ώρες είχα δεχτεί δακρυγόνα, είχα νιώσει σα να βρίσκομαι στη μέση μιας εμπόλεμης κατάστασης, είχα αντιμετωπιστεί ως ‘αυτός που βιώνει με τον πλέον δραματικό τρόπο τα γεγονότα ως πολίτης μιας χώρας στο χείλος της αβύσσου’ και, παρ’ όλα αυτά μου είχε δοθεί ένα βήμα για να πω την άποψή μου. Ψύχραιμα και με αξιοπρέπεια. Με τη διαφορά ότι το βήμα αυτό μου το έδωσαν κάποιοι άνθρωποι στην άλλη άκρη του κόσμου, στον Καναδά, κι όχι οι συμπολίτες μου. Αυτοί διάλεξαν να δώσουν βήμα για άλλη μια μέρα στο ‘Ράδιο Αρβύλα’, στις δηλώσεις πολιτικών και πολιτικάντηδων, σε όσους εν πάση περιπτώσει ήταν διατεθειμένοι να αναμασήσουν τα ίδια και τα ίδια.
Είναι Πέμπτη απόγευμα και καθώς κλείνω το κείμενο αυτό, ακούω για τη διαγραφή της Ντόρας Μπακογιάννη από το κόμμα της επειδή ψήφισε το νομοσχέδιο των έκτακτων μέτρων διαφορετικά από την κομματική της γραμμή… Θα με χαροποιούσε ακόμα περισσότερο, αν πίστευα ότι η διαφοροποίηση αυτή ήταν εντελώς αυθόρμητη κι όχι συνυφασμένη με γενικότερους πολιτικούς σχεδιασμούς που φημολογούνται τις τελευταίες μέρες. Όπως και να ‘χει, είναι κι αυτό ένα δείγμα της τύχης που έχεις τελευταία (ή μήπως παραδοσιακά;) σ’αυτή τη χώρα κάθε φορά που θα τολμήσεις να δεις τα πράγματα διαφορετικά από την πλειοψηφία… Μήπως να ξανασκεφτώ εκείνη την προτροπή του φίλου απ’ τις Βρυξέλλες;
Leave a Response »